- δόξα
- I
Μυστική εφημερίδα της Κατοχής (1941-44). Αριθμεί 99 φύλλα, καθώς και ορισμένα που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.IIΟνομασία δύο οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 413 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, σε απόσταση 87 χλμ. από την Τρίπολη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροπαίων. Παλαιότερα ονομαζόταν ΜαυροσυκιάΒρεντεμπούγα.2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 527 κάτ.) του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μεγάλη Τράβα.* * *η (AM δόξα) [δοκώ]1. γνώμη, δοξασία2. υπόληψη, φήμη, εκτίμηση3. αυτός που προσδίδει αίγλη σε κάποιον ή αυτός που τού αρμόζει έπαινος («Βελισάριος, ἡ δόξα τῶν Ρωμαίων»)4. «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης» — ο θεόςμσν.- νεοελλ.1. ουράνιο τόξο2. διακοσμητικό στοιχείο τής βυζαντινής αγιογραφίας, σε ωοειδές συνήθως σχήμα με χρυσό χρώμα, με τον Χριστό στο κέντρο, φερόμενο από αγγέλουςνεοελλ.εγκώμιο, έπαινος, καύχημααρχ.-μσν.1. λαμπρότητα, φωτεινότητα2. όραμα, οπτασίααρχ.1. προσδοκία, ελπίδα (α. «κατὰ δόξαν» — σύμφωνα με τις προσδοκίεςβ. «παρά δόξαν» — πέρα από τις προσδοκίες)2. υποκειμενική κρίση, γνώμη (σωστή ή όχι)3. δοξασία, εικασία4. φήμη, κοινή πίστη, ιδέα6. γεν. λαμπρότητα, ευμάρεια, πολυτέλεια7. πληθ. αἱ δόξαιθεωρίες, απόψεις αρχαίων φιλοσόφων.
Dictionary of Greek. 2013.